συσφίγγει

συσφίγγει
συσφίγγω
bind close together
pres ind mp 2nd sg
συσφίγγω
bind close together
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βόας — Κοινή ονομασία διαφόρων ερπετών της οικογένειας των βοϊδών, της τάξης των λεπιδωτών. Ένα από τα μεγαλύτερα είναι ο β. ο συσφιγκτήρας,που μερικοί σύγχρονοι ζωολόγοι τον θεωρούν ιδιαίτερο γένος. Όπως και τα άλλα βοϊδή, δεν είναι δηλητηριώδης· οι… …   Dictionary of Greek

  • δαχτυλήθρα — η (Α δακτυλήθρα) νεοελλ. 1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα τού μεσαίου δαχτύλου τού χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο 2. κάθε κάλυμμα τού δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που… …   Dictionary of Greek

  • λαιμότμητος — λαιμότμητος, ον (Α) 1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.) 2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (<… …   Dictionary of Greek

  • μέγκενη — και μέγγενα, η 1. συσκευή μηχανουργική ή ξυλουργική που αποτελείται από δύο σιαγόνες, από τις οποίες η μία είναι κινητή με σύστημα ατέρμονα κοχλία, και που χρησιμεύει για να συσφίγγει και να συγκρατεί ένα αντικείμενο στην επιθυμητή θέση κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • μεσολαβή — η 1. (ως άσκηση γυμναστικής) το πιάσιμο τής μέσης με τα δύο χέρια 2. (στο αγώνισμα τής πάλης) λαβή που γίνεται από τον παλαιστή, ο οποίος συσφίγγει με τα δύο χέρια τη μέση τού αντιπάλου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + λαβή (πρβλ. χειρο λαβή)] …   Dictionary of Greek

  • οχεύς — ο (Α ὀχεύς, έως και επικ. τ. ῆος) καθετί που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται κάτι αρχ. 1. ταινία, ιμάντας που συνέχει και συσφίγγει την περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι 2. μοχλός ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, σύρτης 3. στον πληθ …   Dictionary of Greek

  • στραγγάλη — η, ΝΜΑ, και στραγούλα και στραγγούλα Ν το σχοινί τής αγχόνης, ο βρόχος νεοελλ. 1. τεχνολ. μοχλός με την περιστροφή τού οποίου σφίγγεται κάτι 2. όργανο θανάτωσης, πάσσαλος με σιδερένιο κλοιό ή βρόχο από σχοινί που σφίγγεται με συστροφή στον λαιμό… …   Dictionary of Greek

  • σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… …   Dictionary of Greek

  • σύσφιγμα — ίγματος, τὸ, Α [συσφίγγω] αυτό με το οποίο συσφίγγει κανείς κάτι, αλυσίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”